-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
λογάτορας — λογάτορας, ο (Μ) βυζαντινός αυλικός τίτλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + κατάλ. άτορας (πρβλ. βιγλ άτορας, συμβουλ άτορας] … Dictionary of Greek
μαγαζάτορας — ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής μαγαζιού, καταστήματος πώλησης ή εργαστηρίου, μικροκαταστηματάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαζί + κατάλ. άτορας (πρβλ. εστι άτορας, συμβουλ άτορας)] … Dictionary of Greek
νοικάτορας — ο ενοικιαστής, νοικάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοίκι + κατάλ. άτορας (πρβ. μαγαζ άτορας, συμβουλ άτορας)] … Dictionary of Greek
παιχνιδιάτορας — και παιγνιδιάτορας, ο 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα να παίζει ένα μουσικό όργανο σε λαϊκές συγκεντρώσεις και γιορτές, μουσικός λαϊκής ορχήστρας 2. στον πληθ. οι παιχνιδιάτορες συγκρότημα από λαϊκούς οργανοπαίκτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιχνίδι /… … Dictionary of Greek
συμβουλάτορας — και, διαλ. τ. συβουλάτορας, ο, Ν 1. αυτός που δίνει συμβουλές σε άλλον ή σε άλλους 2. (παλαιότερα) σύμβουλος κάποιου, ιδίως άρχοντα («οι συμβουλάτορες τού ρήγα») 3. ειρων. αυτός που προθυμοποιείται να δώσει απρόσκλητος συμβουλές σε όλους και για… … Dictionary of Greek
φυλακάτορας — και φλακάτορας, ο, Ν ο κατ επάγγελμα φύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλακας + κατάλ. άτορας* (πρβλ. συμβουλ άτορας)] … Dictionary of Greek
αλογάτορας — ο ο αλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. αλόγατα, παρεκτεταμένος τ. πληθ. τού ουσ. άλογο ή απευθείας από τον τ. άλογο + παράγων, κατάλ. άτορας (πρβλ. μαγαζί μαγαζάτορας)] … Dictionary of Greek
δοξάτορας — και τοξάτορας, ο ο τοξότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξο + (κατάλ.) άτορας ο τ. δοξάτορας με τροπή τού τ σε δ παρετυμολογικά προς τη λ. δόξα] … Dictionary of Greek
δοξαράτορας — ο (Μ δοξαράτορας) τοξότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοξάρι + (κατάλ.) άτορας] … Dictionary of Greek