-άτορας

-άτορας
κατάλ. αρσ. ουσιαστικών της μεσαιωνικής και κυρίως της νέας Ελληνικής με μικρή παραγωγικότητα. Η κατάλ. αυτή συνάπτεται τόσο με ουσιαστικά (πρβλ. άλογο-αλογάτορας, μαγαζί-μαγαζάτορας, αποστολή-αποστολάτορας, παιγνίδι-παιγνιδάτορας, νοίκι-νοικάτορας, συμβουλή-συμβουλάτορας κ.ά.), όσο και με ρήματα (πρβλ. βλέπω-βλεπάτορας, αρμέγω-αρμεγάτορας κ.ά.) και ανάγεται στην αρχ. κατάλ. -ατωρ, η οποία στην πραγματικότητα δεν είναι άλλη από την -τωρ, με μετάθεση των ορίων του επιθήματος (-α + -τωρ > -άτωρ). Σημειώνεται, τέλος, πως τα περισσότερα μεσαιωνικά ουσιαστικά σε -άτωρ είναι δάνεια από τη Λατινική: πρβλ. καβατωρ < λατ. cavātor, μανδάτωρ < λατ. mandātor, δουκάτωρ < λατ. ducātor, δικτάτωρ < λατ. dictātor κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • λογάτορας — λογάτορας, ο (Μ) βυζαντινός αυλικός τίτλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + κατάλ. άτορας (πρβλ. βιγλ άτορας, συμβουλ άτορας] …   Dictionary of Greek

  • μαγαζάτορας — ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής μαγαζιού, καταστήματος πώλησης ή εργαστηρίου, μικροκαταστηματάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαζί + κατάλ. άτορας (πρβλ. εστι άτορας, συμβουλ άτορας)] …   Dictionary of Greek

  • νοικάτορας — ο ενοικιαστής, νοικάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοίκι + κατάλ. άτορας (πρβ. μαγαζ άτορας, συμβουλ άτορας)] …   Dictionary of Greek

  • παιχνιδιάτορας — και παιγνιδιάτορας, ο 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα να παίζει ένα μουσικό όργανο σε λαϊκές συγκεντρώσεις και γιορτές, μουσικός λαϊκής ορχήστρας 2. στον πληθ. οι παιχνιδιάτορες συγκρότημα από λαϊκούς οργανοπαίκτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιχνίδι /… …   Dictionary of Greek

  • συμβουλάτορας — και, διαλ. τ. συβουλάτορας, ο, Ν 1. αυτός που δίνει συμβουλές σε άλλον ή σε άλλους 2. (παλαιότερα) σύμβουλος κάποιου, ιδίως άρχοντα («οι συμβουλάτορες τού ρήγα») 3. ειρων. αυτός που προθυμοποιείται να δώσει απρόσκλητος συμβουλές σε όλους και για… …   Dictionary of Greek

  • φυλακάτορας — και φλακάτορας, ο, Ν ο κατ επάγγελμα φύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλακας + κατάλ. άτορας* (πρβλ. συμβουλ άτορας)] …   Dictionary of Greek

  • αλογάτορας — ο ο αλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. αλόγατα, παρεκτεταμένος τ. πληθ. τού ουσ. άλογο ή απευθείας από τον τ. άλογο + παράγων, κατάλ. άτορας (πρβλ. μαγαζί μαγαζάτορας)] …   Dictionary of Greek

  • δοξάτορας — και τοξάτορας, ο ο τοξότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξο + (κατάλ.) άτορας ο τ. δοξάτορας με τροπή τού τ σε δ παρετυμολογικά προς τη λ. δόξα] …   Dictionary of Greek

  • δοξαράτορας — ο (Μ δοξαράτορας) τοξότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοξάρι + (κατάλ.) άτορας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”